Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011

Και κλάμα η κυρία..

Πολύ κλάμα αλλά και πολύ γέλιο!Της ταίριαζε εκείνο το σλόγκαν ή τραγούδι (δε θυμάμαι ακριβώς τι είναι).."και πίνω μπύρες, πίνω μπύρε, πίνω μπύρες".
Καλοβαλμένη γυναίκα, σχεδόν όμορφη θα έλεγες κάτι όμως σε χάλαγε σε όλη την εικόνα.
Πωωωω..η μυρωδιά της μπύρας, την οποία είχε αρκετά καταναλώσει, ακόμα μου γυρίζει τ'άντερα..
Περίπου στην 4η μπύρα και κάπου ανάμεσα χωμένη σε ένα περιοδικό, άρχισε η ζωή της όλη..όπως είπε τουλάχιστον..!!
-"Δε μπορώ χωρίς αυτόν, δε μπορώ θα πεθάνω, να μη με ξαναπάρει τηλέφωνο και αν με πάρει εγώ δεν το σηκώνω, ή να το σηκώσω?"..μάλλον είχα σχηματίσει εκείνη τη ρυτίδα στο μέτωπο μου της απορίας, διότι την άκουγα να τα λέει, όμως δεν ήξερα για τι ακριβώς συζητούσε. Χαμογέλασα και την ρώτησα αν ήταν καλά. Φυσικά και δεν ήταν. Μόνο χικ δεν έκανε (εκείνον τον ήχο που κάνει ο μέθυσος στις παλιές ελληνικές ταινίες).

Την είχε παρατήσει ο καλός της, ή καλύτερα ο άχρηστος όπως τον αποκαλούσε.
Ας τα πάρω απο την αρχή της υπόθεσης που έχει και ζουμί..

Μάνα με δυο παιδιά, χωρισμένη, το ένα παιδί εκείνη, το άλλο ο πατέρας. Όλα καλά θα έλεγε ίσως κάποιος, όμως, μάνα χωρίς να έχει δει το παιδί της επί 5 χρόνια γίνεται??
Όπως και να έχει, δικαίωμα σε μια διαφορετική ζωή, σίγουρα έχει!

Προσωρινά άνεργη μου λέει και μένω μαζί του (ναι με τον άχρηστο εννοούσε). Έμενα και με το γιό της, που μεταξύ μας, αυτός την πλήρωνε (και κυριολεκτικά και μεταφορικά, αφού έκανε δυο δουλειές για να πληρώνει τα έξοδα τους). Έμενε μαζί του και όχι μένει, διότι ο "άχρηστος" δεν ήθελε να πάνε μαζί διακοπές.

-"Και γιατί να μη θέλει? Κατι κρύβει"....και εκεί αρχίσαμε να υποθέτουμε τι κρύβει, αλλά όπως κατάλαβα στη συνέχεια, όλα κάποτε εξηγούνται!

Η Μαρία λοιπόν, όπως κατάλαβες είχε κάποιες ας το πούμε ατυχίες στη ζωή της. Καλοβαλμένη, ούτε πολύ αδύνατη, ούτε παχιά, βλέμμα όμως γεμάτο πονηριά. Μου εξιστόρησε το πόσο δύσκολο είναι να μεγαλώνεις παιδιά εξ αποστάσεως (ντόϊνγκ, ακούστηκε ο ήχος μέσα στα αυτιά μου, μιας και εκ πεποιθήσεως θεωρώ αδιανόητο να υφίσταται τέτοιος τρόπος..όμως όποιος είναι εκτός χορού πολλά λέει), πως δε μπο΄ρεί να σταυρώσει δουλειά γιατί όλοι της ρίχνονται και πως ο καλός της, ενώ είναι 4 χρόνια μαζί του, την έχει πάει μόνο για σουβλάκια 2 φορές κάπου στα Καμίνια. Καλά είναι τα Καμίνια, αλλά πάρε βρε "άχρηστε" το κορίτσι στη θάλασσα μια βόλτα, σκέφτηκα και "ξανάκλεισα" το παράθυρο στις σκέψεις μου ώστε να ακούσω ανενόχλητη την ιστορία.

Οι μπύρες έγιναν 10 και εγώ είχα αρχίσει να αγχώνομαι. Είχε κοκκινίσει, είχε γίνει ένα με την κόκκινη κάσα της τζαμαρίας. Το κλάμα έρεε άφθονο..

Αυτό το σκηνικό, επαναλήφθηκε 2-3 φορές ακόμα. Την τέταρτη μέρα, ήρθε χαρούμενη.

-"Τον χώρισα και ησύχασα, φέρε 2 μπύρες", μου είπε και κόντεψα να πνιγώ με το ελάχιστο νερό που είχε μείνει στο ποτήρι, μιας και το υπόλοιπο περιεχόμενο μου είχε μόλις χυθεί στα ρούχα αφού τρόμαξα απο τις φωνές της.

Όντως τον είχε χωρίσει, όμως μετά την 6η μπυρα, το κλάμα ξανάρχισε. Και όσο να΄ναι τον λυπάσαι πιο πολύ τον άλλο όταν κλαίει, αλλά βρε κοριτσάκι μου (ο χαρακτηρισμός της ταίριαζε μιας και οι αντιδράσεις της μου θύμιζαν 15χρονη άμαθη παιδούλα), αντί να δεις πως θα γίνεις καλύτερος άνθρωπος, κάθεσαι και μυξοκλαίς??

-"΄Καλά έκανα εγώ και το πήρα το σπίτι στο όνομα μου", μου λέει και γέλασε αναδύωντας και πάλι το υπέροχο άρψμα μπύρας απο το στομάχι της.
Ποιό σπίτι?
Χα..

Πριν 2 χρόνια είχε πάει βόλτα με μια φίλη της στο παζάρι του Πειραιά, εκεί τυχαία γνώρισε έναν παππού (δε γνωρίζω ακριβή ηλικία..)και λίγο-πολύ, τον διπλάρωσε. Δηλαδή, ήθελε και εκείνος μια "δίπλα" αφού όρμηξε και δάγκωσε τη λαμαρίνα. Η Μαρία, δεν έχασε την ευκαιρία (μην αναρωτιέσαι..) και έκανε τα γλυκά μάτια αλλά και τη νοσοκόμα (κατ' οίκον) στον Κο Δημήτρη (το θύμα..που καλά να πάθει και αυτός εδώ που τα λέμε). Σχέση 2 μηνών αλλά ο κύριος Δημήτρης κύριος με Κ κεφαλαίο, αφού όπως μου είπε δεν την είχε αγγίξει (α το δόλιο σκέφτηκα). Και να πάλι το κλάμα, στον κύριο Δημήτρη αυτή τη φορά, δεν είχε να πληρώσει ενοίκιο, δεν είχε σπίτι, δεν είχε που την κεφαλήν κλίναι, μήπως να τη βοηθούσε? Ακόμα αναρωτιέσαι??

Σπίτι 3άρι της αγόρασε, στο όνομα της μόνο παρακαλώ.Βασικά τα λεφτά της έδωσε, εκείνη το αγόρασε, του έδειξε άλλο σπίτι ότι τάχα αγόρασε και άλλο πήρε και μόλις έπεσαν όλες οι υπογραφές για την ιδιοκτηρία, άρχισε το Μαράκι να το παίζει φάντασμα!! Ο κακόμοιρος ο παππούς ακόμα την ψάχνει..

Όσο για τον "άχρηστο", πάλι σε αυτόν γύρισε, μιας και απ' ότι κατάλαβα, σύντομα το σπίτι της θα αλλάξει ιδιοκτήτη..

Και φυσικά οι μπύρες και το κλάμα συνεχίζουν να ρέεουν άφθονα...

Ένας Θωμάς..ξεχασμένος!

Γκρί μαλλιά, αδύνατος αρκετά, μακριά γκρι μούσια, θα πρέπει να ήταν γύρω στα 60 με 70, πράσινο κοτλέ παντελόνι και ένα μπουφάν Fly στρατιωτικό.
-"Θα μου φέρεις ένα τσαγάκι?"

Ο κύριος Θωμάς, κάτοικος της περιοχής, περιφερόταν πάντα με 2-3 σακούλες του σούπερ μάρκετ. Όταν τον έβλεπες απο μακριά νόμιζες πως ήταν ρακένδυτος ή ακόμα και άστεγος. Δε μπορώ ακόμα να καταλάβω πως ζούσε. Δε δούλευε απ' ότι μου είχε πει, όμως είχε λεφτά. Ίσως γόνος πλούσιας οικογένειας.
-"Ξέρεις τι μπάλα έπαιζα εγώ κάποτε?" με ρώτησε ένα απόγευμα. Μπαλαδόρος αλλά και ταβλαδόρος απο τους λίγους. Καυχιόταν πως ήταν πρωταθλητής και στα δύο "αθλήματα" εξίσου, όμως αν τον καλοέβλεπες..η κοψιά του ρε παιδί μου, δε σε βοηθούσε για να το υποστηρίξεις!

Κάθε απόγευμα μέχρι το βράδυ, πιστός στο ραντεβού του, με 2 ποτήρια τσάϊ και 2 ποτήρια ζεστό γάλα. Καθόταν μόνος του στην πιο απόμακρη γωνία του μαγαζιού. Αν ήταν στα κέφια του...ήταν λες και είχε φάει γλιστρίδα. Είχε φάει είπα και θυμήθηκα ότι έτρωγε πάρα πολύ. Μου έκανε εντύπωση ο τρόπος που έτρωγε αλλά και που έπινε τα ροφήματα του. Αργός πολύ.

Λίγο πολύ, τον έμαθα. Υπήρξαν και κανα δυο φορές που αρπαχτήκαμε, όμως τι να κάνω??..να κρατήσω μούτρα? Χαλάλι λες...
Μια μέρα, τον ρώτησα αν έχει οικογένεια, παιδιά..
-"Κάποτε, αγάπησα μια ξένη. Ήταν πολύ όμορφη και ήθελε να με παντρευτεί. Όμως εγώ έμενα με τη μάνα μου. Και ξέρεις πως ήταν η μάνα μου? Δύσκολος άνθρωπος. Μόλις της είπα ότι θέλω να παντρευτώ και να φύγω στο εξωτερικό έπεσε στα πατώματα. Δεν παντρεύτηκα τελικά. Έμεινα με τη μάνα μου. Ά ρε τι έκανα...", μονολογούσε για αρκετή ώρα.
Λ
υπάσαι όταν βλέπεις και ακούς τέτοιες καταστάσεις, κανείς δεν πρέπει να μένει μόνος του. Αλλά τι να συζητούσα και τι να έλεγα, ότι είχε κάνει λάθος? Σάμπως δεν το είχε καταλάβει?
-"Να οργανώσουμε ένα τουρνουά τάβλι ρε", μου φώναξε μια μέρα. Και ποιός θα παίξει αναρωτήθηκα. "Θα τους τα φάμε όλα, θα παίξουμε και στοίχημα", φώναζε χαρούμενος. Μα αυτά δε γίνονται πια του εξήγησα. Να φάμε λεφτά απο ποιόν? "Θα φέρω εγώ κόσμο, θα δεις", μου είπε και εφυγε για να συνεχίσει στη γωνιά του το τσάϊ του.
Δύσκολος άνθρωπος και αυτός, το τσάϊ αλλά και το γάλα, τα ήθελε να ζεματάνε και να ξεχειλίζουν το ποτήρι. Αν σου ζητούσε να του φτιάξεις και κάτι να φάει, μόνο την Άρτα και τα Γιάννενα δεν ζήταγε να του βάλεις στο πιάτο. Δύσκολος αλλά μόνος. Και είναι άσχημο να είσαι μόνος...
Έφυγα για Σαββατοκύριακο και ο κυρ-Θωμάς (όπως συνήθιζα να τον αποκαλώ), ήταν άρρωστος. Μου το είχε πει μέρες πριν, αλλά το είχα παρατηρήσει και εγώ. Λίγο περισσότερο αργός στο βήμα του από άλλες φορές..λίγο πιο "βαρύς" ακόμα και στις κινήσεις του.
Ενώ έπινε το γάλα του, ανακατεύτηκε και αποφάσισε να μην πιει 2 φλυτζάνια σήμερα...Κανείς δεν ήξερε τι θα ακολουθούσε.
Βγήκε και έξω έβρεχε, οξύμορο έτσι? όμως εκείνο το βράδυ σίγουρα θα ευχόταν να μπορούσε να διαλέξει άλλη ζωή. Είχε κρύο μιας και η άνοιξη αργούσε να έρθει. Στο σπίτι του δεν είχε θέρμανση όπως μου είχε εκμυστηρευτεί.

Ένα μήνα μετά και ακόμα αναρωτιόμουν που είναι. Δεν τον είχα δει. Όλοι στη γειτονιά τον ήξεραν.
-"Ρε Άλντο, τον κυρ-Θωμά, τον έχεις δει καθόλου?", ρώτησα ένα φίλο. Η απάντηση με στεναχώρησε. Λίγες ημέρες πριν, τον είχαν βρει νεκρό μέσα στο σπίτι του, πολύ κοντά μας. Πάνω στην κοιλιά του είχε αφήσει μια σακούλα με 50.000 ευρώ λέει...φήμη ή πραγματικότητα..δε ξέρω.

Η πρώτη μου περιγραφή για αυτόν που "έφυγε"..για αυτόν που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση..